- εκτοπιστικός
- η , ό[ν]1) прям. , перен. вытесняющий; 2) изгоняющий, высылающий; 3) оттесняющий, выбивающий (противника); 4) мигрирующий;
εκτοπιστικά πτηνά — перелётные птицы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτοπιστικά πτηνά — перелётные птицы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος … Dictionary of Greek
εκτοπιστικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στον εκτοπισμό (βλ. λ.): Εκτοπιστικές διαταγές. 2. που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, διαβατάρικος: Εκτοπιστικά πτηνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτοπιστικά — ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc pl ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc/acc dual ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπιστικόν — ἐκτοπιστικός migratory masc acc sg ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)